- ουτοπιστικός
- -ή, -ό [ουτοπιστής]ο σχετικός με τον ουτοπισμό ή με τους ουτοπιστές, ουτοπικός. Επιρρ. ουτοπιστικώς και -άμε ουτοπιστικό τρόπο, ουτοπικά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ουτοπικός — ουτοπικός, ή, ό και ουτοπιστικός, ή, ό μη πραγματοποιήσιμος, ανεδαφικός: Ουτοπική ή ουτοπιστική άποψη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)